ἐλαττόνων

ἐλαττόνων
ἐλάσσων
smaller
gen comp pl (attic)
ἐλαττονόω
diminish
imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)
ἐλαττονόω
diminish
imperf ind act 1st sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • προκρούω — και δωρ. παρατ. πρόκροον, και λακων. παρατ. προύκρουον Α 1. χτυπώ κάτι 2. επιμηκύνω, τεντώνω κάτι σφυρηλατώντας το ([για τον Προκρούστη] «τῶν ἐλαττόνων τοὺς πόδας προέκρουεν», Διόδ.) 2. επιτίθεμαι 3. (σχετικά με γυναίκα) συνευρίσκομαι,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”